συλλαμβάνειν

συλλαμβάνειν
συλλαμβάνω
collect
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηλάγρα — η εργαλείο με το οποίο αποσπούμε τα καρφιά, κν. τανάλια, πένσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + άγρα «ενέργεια τού συλλαμβάνειν». Νεόπλαστο κατά τα αρχ. κρεάγρα «τανάλια κρέατος», πυράγρα «τσιμπίδα τής φωτιάς» κ.ά. Μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • sillab- — *sillab germ.?, Femininum: nhd. Silbe; ne. syllable; Interferenz: Lehnwort lat. syllaba; Etymologie: s. lat. syllaba, Femininum, Silbe; …   Germanisches Wörterbuch

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”